διαβρώνω

διαβρώνω
corroder

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • διαβρώνω — διαβρώνω, διάβρωσα και διέβρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αδιάβρωτος — η, ο [διαβρώνω, διαβιβρώσκω] αυτός που δεν έχει υποστεί ή δεν μπορεί να υποστεί διάβρωση …   Dictionary of Greek

  • κατεσθίω — και κατέσθω (Α) 1. κατατρώγω, καταβροχθίζω (α. «λέων κατὰ ταῡρον ἐδηδώς», Ομ. Ιλ. β. «Καλατίας... οἳ τοὺς γονέας κατεσθίουσι», Ηρόδ.) 2. μτφ. καταστρέφω, αφανίζω («τὰ μὲν ὄντα κατεσθίοντας», Δημοσθ.) 3. διαβρώνω (α. «ῥεύματα κατεσθίειν γνάθους»,… …   Dictionary of Greek

  • συνοικουρώ — έω, Α [συνοικουρός] 1. μένω στο σπίτι μαζί με κάποιον 2. μτφ. (για σκουριά) διαβρώνω εντελώς …   Dictionary of Greek

  • διάβρωση — η η φθορά, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του διαβρώνω: Είναι φανερή η διάβρωση του εδάφους από το νερό σ’ αυτή την πλαγιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”